καταστιλβούμαι

καταστιλβούμαι
καταστιλβοῡμαι, -όομαι (Α)
μτφ. (για λόγο) στιλβώνομαι πολύ, γίνομαι στιλπνός, λαμπρός, καλλιεπής («τὸ λεῑον τοῡ λόγου καὶ κατεστιλβωμένον», Γρηγ. Ναζ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”